παράγοντες

παράγοντες
παράγω
lead by
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αβιοτικοί παράγοντες — Έτσι ονομάζονται οι χωρίς ζωή παράγοντες οι οποίοι συμμετέχουν στη λειτουργία και διατήρηση των διάφορων οικοσυστημάτων (αντίθετος όρος, βιοτικοί παράγοντες). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η θερμοκρασία, η περιεκτικότητα του συγκεκριμένου… …   Dictionary of Greek

  • βιοτικοί παράγοντες — Όρος που αναφέρεται στο σύνολο των οργανισμών ενός οικοσυστήματος καθώς και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Με κριτήριο τις διαδικασίες για την εξασφάλιση τροφής, οι οργανισμοί διακρίνονται σε αυτότροφους ή παραγωγούς και σε ετερότροφους,… …   Dictionary of Greek

  • νευροτρόποι παράγοντες — Πρωτεΐνες που διεγείρουν την ανάπτυξη των νευρικών κυττάρων στη διάρκεια της κανονικής εξέλιξης του εμβρύου και μετά από τραυματισμό. Είναι βασικές για τη συντήρηση των νευρικών κυττάρων …   Dictionary of Greek

  • μεταλλαξογόνα ή μεταλλάκτες — Παράγοντες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν μεταλλαγές. Συνηθισμένα μ. αποτελούν οι ακτινοβολίες, όπως οι ακτίνες X, οι ακτίνες γάμα, οι υπεριώδεις, καθώς και διάφορες χημικές ουσίες, όπως ανάλογα αμινοξέων και βάσεων, το νιτρώδες οξύ,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”